Βρισκόμαστε στην Μεσόγειο τον καιρό του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην θάλασσα επικρατεί μεγάλη τρικυμία και ένα εμπορικό πλοίο κινδυνεύει να βυθιστεί. Ο πλοίαρχος, αντιλαμβανόμενος την σοβαρότητα της κατάστασης, δίνει διαταγή στο πλήρωμα του να εγκαταλείψει το καράβι. Οι ναύτες αρχίζουν αμέσως να ρίχνουν τις λέμβους στην θάλασσα, ενώ ο καπετάνιος πηγαίνει να πάρει το ημερολόγιο του σκάφους. Όλοι ήταν βέβαιοι ότι το σκάφος θα βυθιστεί στην φουρτουνιασμένη Μεσόγειο.
Εκεί κάπου στο εσωτερικό του σκάφους, ο πλοίαρχος συνάντησε έναν ασπρομάλλη γέροντα ιερέα τον οποίο πέρασε και για λαθρεπιβάτη μιας και στο σκάφος δεν επέβαινε κάποιος κληρικός. Τον ρώτησε τι γυρεύει εκεί, και ο γέροντας του απάντησε, γαλήνια, να μην φοβάται και ότι κανείς δεν θα πάθει κακό αφού το πλοίο δεν θα βυθιστεί.
Ο ναυτικός απόρησε και ρώτησε τον γέροντα πως γνωρίζει ότι το σκάφος θα σωθεί. Τότε ο ιερωμένος του είπε να ρίξει το καντήλι που έκαιγε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, στην θάλασσα και να δώσει εντολή να μείνουν οι ναύτες πάνω στο καράβι. Επίσης του φανέρωσε ότι είναι από την Αίγινα και πολλοί από τον πλήρωμα τον γνωρίζουν.
Ο πλοίαρχος ακολούθησε τις εντολές του Αγίου Νεκταρίου -γιατί ο Άγιος Νεκτάριος ήταν ο γέροντας- και ως εκ θαύματος η θαλασσοταραχή σταμάτησε και τόσο το πλοίο όσο και οι άνθρωποι που επέβαιναν σε αυτό σώθηκαν.
Συζητώντας κατόπιν μεταξύ τους τα όσα συνέβησαν -και ρωτώντας τους ναύτες από την Αίγινα ποιον Άγιο έχουν στο νησί-, κατάλαβαν όλοι ότι ο Άγιος Νεκτάριος τους είχε σώσει.
Ο ιερέας φυσικά είχε γίνει άφαντος.